Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΚΠΟΙΗΣΕΙΣ

Για τον δρόμο που τραβάω,η σκεψη δε εχει τελειωμο.26  χρονων,τελειωσα τις σπουδές μου και γυρισα στο τόπο που γεννηθηκα.Το λέω έτσι γιατί τίποτα πλέον δε έμεινε όρθιο,απο τις μυρωδιές ,τις αναμνήσεις ,τα παιχνίδια.Παρα μόνο η θάλασσα και αυτη η διαδρομή με το αυτοκίνητο δίπλα της ,το ηλιοβασίλεμα.Ολα πουλήθηκαν και είναι η σκέψη να ξαναφύγω.Μα έτσι δεν ελευθερώνομαι.Και ο δειλός πεθαίνει εκατό φορές.Αυτος ο δρόμος,που θέλω να χαράξω δε έχει πατρίδα,είναι γεματος αγκαθια,μα στο τέλος θα γελάσω,γιατί θα φτάσω.
Ολα πουλήθηκαν,μαζί και οι συνειδήσεις των ανθρώπων.''Θα μας πάρουν τα σπίτια μας'' λένε όλοι και σοκάρονται.Ναι θα μας τα πάρουν απαντάω.Επηδη εσυ τους αφησες,εσυ τους αφηνεις,εσυ τους πληρώνεις,εσυ τους τα δίνεις.Δε θα μιλήσω για τις εκποιήσεις που παν να γίνουν στο νησί,μα για το χαμένο χώρο ΚΑΙ ΧΡΟΝΟ.Αυτον τον χώρο που δεν μας έμεινε,που δε μπορώ σαν νεος να θέλω,να θέλω και να μπορώ να δημιουργήσω.Ψάχνω δουλεια ποσο καιρό,στο ένα αφεντικό μετά το άλλο,καλοπροαίρετη,καλοντυμένη,κρύβοντας τα τατουάζ και βγάζοντας το σκουλαρηκι,χαμογελαστή πέτρινα,βλέποντας πόρτες να κλείνουν και να μην ανοιγοντε άλλες.Ε οχι,δε θέλω να δουλέψω για κανέναν,θέλω να δίνω κλωτσιά στην πόρτα που μου κλείνουν και μπουνιά στα μούτρα του  δηθεν τυπά που πιστευει πως είναι καλυτερος απο μένα.
Τι φοβάστε ρε,τι φοβάστε σε μια χούφτα τόπο που μένετε.Η γη που κάποτε είχατε,τα περβόλια,τα δέντρα,τα χωράφια με τις σπορές,οι βάρκες,τα λιμάνια,οι πόλεις, τα χωριά σας,αυτα που ήταν δικά σας και χαιρόσασταν με τη σοδειά,λυπόσασταν με τις μπόρες,ο 'ηλιος ,ο αερας,το νερό.Δε ειναι δικο σας.Τι κάνετε.Εγιναν οι πόλεις φυλακές,γεματες χρεωμένα σπορτ ακριβα αυτοκίνητα,πολυκατοικιες ξένων αγοραστων,τραπεζες μετόχων αγιων προστατών,εθνοπατέρες να μιξοκλαινε να τους λυπαστε,εθνικια να εκμεταλευοντε τη φτωχεια σας και το προσφατο παρελθον.Εγιναν τα χωριά,ξερά,με τις σοδειες να πωλούντε σε ξένες εταιρείες,το κρασί πλέον θα ναι σε χρώμα τιρκουάζ επηδη θα το λέει η αγορά,το χώμα να σταζει αιμα εργατων και τα λιμάνια να γίνονται χώρος παρκινγκ για τα κότερα αυτων που ξερνάνε χρήμα.ΤΙ ΦΟΒΆΣΤΕ ΡΕ,ναι θα σας πάρουν τα σπίτια.Τότε θα βγειτε με τα όπλα,με τα ξυλα,θα αλυσοδεθειτε γύρω απο τις κολώνες.Τωρα,ενω σε λίγο ο αερας που θα αναπνέετε θα ναι πιο ακριβος απο τη ζωή σας.
Θελω να ζησω γιατί μπορώ.Οπουδήποτε.Μα σε τουτον τον τόπο,με τις ρημαγμένες μνήμες,τις θολομένες ιδέες,ας μη γίνει η ζωη μας ένας δείκτης βενζίνης που όλο τελειώνει.Γιατί ολοι στις δουλειες,οδηγώντας γι αυτες,χάνετε χρόνο για περπάτημα δίπλα στη θάλασσα,ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΑΚΟΜΑ ΚΑΘΑΡΟ ΑΕΡΑ.Αυτό που μας έμεινε.Που σιγά σιγά λιγοστευει,όπως και ο χρόνος.
Και είναι και η ψυχή.Ειναι αυτο που εχουμε όλοι και φοβομαστε το θάνατο.Μα κάποιοι δε εχουν,εχουν δολάρια στα μάτια.Δε χαμογελάτε πια και τα παιδιά σας τα κάνετε τόσο μίζερα που δεν ξέρουν τι θα πει παιχνίδι,βάζοντας στα χέρια τους ένα τετράγωνο πράγμα για να μη σας ενοχλούν..Πως να χαμογελάσεις,αφου τα ερπετά σφύγγουν ολοένα τον λαιμό.Απλα καμουφλάρεσαι κι εσυ σε ερπετό.Απαγορευεται να χαμογελάς,μόνο να λες χαζά αστεια για να σπάσει ο πάγος,ετσι για να λένε πως η κοινωνία είναι ακόμα ζωντανή.
Δε θέλω αστεία,θέλω να χαμογελάω απειλητικά στα μουτρα τους.Οταν σφυρίζουν με τη γλώσσα τους,στάζοντας δηλητήριο για να με φοβίσουν,εγω θα χαμογελάω δειχνοντας τα δόντια μου.Δε θέλω τα λεφτα σας κυριοι αφεντικά.Μπορω να ζήσω και χωρίς εσας.Φτάνει να γίνουμε πολλοι,φτάνει να πάρουμε πίσω τη γη και την ελευθερία μας,να γίνουμε ξανα συγχωριανοί.Χωρίς αφέντες και αγιους μετοχους,που υπόσχοντε.Για να μη φύγουμε όσοι απομείναμε ζωντανοί,ξυπνήστε γιατί ναι,θα σας πάρουν τα σπίτια σας.Και μαζί με τη στέγη θα σας πάρουν και την ψυχή.
Καιρος να δουμε τις τράπεζες καμένες και τους φασιστες ληστες στα χέρια μας.
Ας γίνουμε εμείς οι ληστές,ας πάρουμε πίσω το χαμενο μας χρόνο,αυτον που μας εκλεψαν,αυτον που λεηλάτησαν.

Αποφαση και ελπίδα για να ελευθερωθω..Και ο δειλός πεθαίνει εκατό φορές..